- μπεκιάρικος
- -η, -οαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μπεκιάρη, τον εργένη: Μπεκιάρικο σπίτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπεκιάρικος — η, ο [μπεκιάρης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μπεκιάρη, εργένικος («μπεκιάρικη ζωή») … Dictionary of Greek